θαυματοποιικός

θαυματοποιικός
θαυματοποιικός, -ή, -όν (Α) [θαυματοποιός]
1. αυτός που ανήκει στη θαυματοποιία ή στη γοητεία
2. το θηλ. ως ουσ. η θαυματοποιική (ενν. τέχνη)
η θαυματοποιία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • θαυματοποιικόν — θαυματοποιικός juggling masc acc sg θαυματοποιικός juggling neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαυματοποιική — θαυματοποιικός juggling fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαυματοποιικήν — θαυματοποιικός juggling fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”